βλάμης

βλάμης
ο (θηλ. βλάμισσα, η)
1. αδερφοποιτός, αυτός που έχει ορκιστεί να κρατήσει αδελφική φιλία με κάποιον
2. φίλος, σύντροφος
3. εραστής, αγαπητικός
4. ψευτοπαληκαράς
5. κουμπάρος
6. ονομασία των μελών κατώτερου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) vlum ή vellam].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βλάμης — ο (λ. αλβαν.), θηλ. βλάμισσα 1. αδελφοποιτός, φίλος, σύντροφος. 2. ο φίλος του γαμπρού. 3. ο παλικαράς, ο κουτσαβάκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βλάμης, Δρόσος — Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Ήταν εμποροπλοίαρχος από το Γαλαξίδι και όταν άρχισε η Επανάσταση, πήρε μέρος με Κεφαλονίτες και Γαλαξιδιώτες στον αποκλεισμό του κόλπου της Πάργας και της Ναυπάκτου. Όταν τον Σεπτέμβριο του 1821 καταστράφηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Галаксиди — Город Галаксиди Γαλαξείδι Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιτός — αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ. ή αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαμάκι — το υποκορ. του βλάμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”